ολιγανθρωπώ

ολιγανθρωπώ
ὀλιγανθρωπῶ, -έω (ΑΜ) [ολιγάνθρωπος]
(ενεργ. και μέσ.) είμαι ολιγάνθρωπος, τελούμαι από λίγους ανθρώπους («ἐὰν ἱερὰ ὀλιγανθρωπῆ» — εάν οι θυσίες τελούνται από λιγότερους ιερείς από όσους πρέπει, πάπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”